καρπώσιμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρπώσιμος''': -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, [[ὠφέλιμος]], Ἀθήν. 478Α. | |lstext='''καρπώσιμος''': -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, [[ὠφέλιμος]], Ἀθήν. 478Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρπώσιμος]], -ον [[κάρπωσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς<br /><b>2.</b> [[προσοδοφόρος]], [[αποδοτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A yielding fruit, profitable, Hermipp.Hist.81.
German (Pape)
[Seite 1329] wovon man Frucht, Nutzen haben kann, nutzbar, τὰ καρπώσιμα, die Genüsse, Ath. XI, 478 a.
Greek (Liddell-Scott)
καρπώσιμος: -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, ὠφέλιμος, Ἀθήν. 478Α.
Greek Monolingual
καρπώσιμος, -ον κάρπωσις
1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς
2. προσοδοφόρος, αποδοτικός.