κάρπωση: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(19)
(No difference)

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (Α κάρπωσις) καρπώ
νεοελλ.
1. η λήψη ή η χρήση του καρπού
2. η άντληση κέρδους, η εκμετάλλευση, η επικαρπία, η νομή
αρχ.
1. η χρησιμότητα («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῑς καὶ τὴν κάρπωσιν γενέσθαι», Ξεν.)
2. η προσφορά καρπών.