επικαρπία
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
η (Α ἐπικαρπία) επικαρπούμαι
1. η κάρπωση, η εκμετάλλευση τών προϊόντων της γης και το σχετικό δικαίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει την εξουσία χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου
αρχ.
1. η παραγωγή καρπών, η εσοδεία
2. εισόδημα, πρόσοδος από τους καρπούς
3. όφελος, κέρδος
4. η δεκάτη που πλήρωναν για τη βοσκή κτηνών
5. αἱ ἑπικαρπίαι
οι τόκοι τών χρημάτων.