κάσσον: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(6_3) |
(19) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάσσον''': «[[ἱμάτιον]], παχὺ καὶ τραχὺ [[περιβόλαιον]]» Ἡσύχ. | |lstext='''κάσσον''': «[[ἱμάτιον]], παχὺ καὶ τραχὺ [[περιβόλαιον]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάσσον]] και κάσον, τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[τμήμα]] της προίκας, το ένα [[τέταρτο]], που [[μετά]] τον θάνατο της γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγο<br /><b>αρχ.</b><br />χοντρό και τραχύ [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κάσσος]] (Ι) με [[αλλαγή]] γένους].———————— <b>(II)</b><br />[[κάσσον]], τὸ (Μ)<br />[[κράνος]], [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cassis</i> «[[περικεφαλαία]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κάσσον: «ἱμάτιον, παχὺ καὶ τραχὺ περιβόλαιον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κάσσον και κάσον, τὸ (AM)
μσν.
το τμήμα της προίκας, το ένα τέταρτο, που μετά τον θάνατο της γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγο
αρχ.
χοντρό και τραχύ ένδυμα, ιμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κάσσος (Ι) με αλλαγή γένους].———————— (II)
κάσσον, τὸ (Μ)
κράνος, περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»].