κατακρίσιμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρίσιμος''': -ον, ὁ κατακεκριμένος, [[κατάδικος]]· ἡ [[χώρα]] ἀπὸ κατακρισίμων κατεργάζεται Ἀρρ. Περίπλ. σ. 33. | |lstext='''κατακρίσιμος''': -ον, ὁ κατακεκριμένος, [[κατάδικος]]· ἡ [[χώρα]] ἀπὸ κατακρισίμων κατεργάζεται Ἀρρ. Περίπλ. σ. 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατακρίσιμος]], -ον) [[κατακρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος («κατακρίσιμη [[ενέργεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο καταδικασμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
[κρῐ], ον,
A condemned: κατακρίσιμοι convicts, Peripl.M.Rubr.59. II of a case, ready to be judged, Sammelb. 5230.18 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1356] zu verdammen, verdammlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρίσιμος: -ον, ὁ κατακεκριμένος, κατάδικος· ἡ χώρα ἀπὸ κατακρισίμων κατεργάζεται Ἀρρ. Περίπλ. σ. 33.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατακρίσιμος, -ον) κατακρίνω
νεοελλ.
ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος («κατακρίσιμη ενέργεια»)
αρχ.
ο καταδικασμένος.