καταρνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
(19)
(No difference)

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Greek Monolingual

καταρνοῡμαι, -έομαι (Α)
αρνούμαι σταθερά, επιμένω στην άρνηση μου («φὴς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι τάδεΣοφ.).