κατάντλησις: Difference between revisions
From LSJ
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
(6_8) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάντλησις''': εως (καὶ [[ἐπάντλησις]]), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23. | |lstext='''κατάντλησις''': εως (καὶ [[ἐπάντλησις]]), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάντλησις]], ἡ (Α) [[καταντλώ]]<br />η [[επίχυση]] άφθονου ύδατος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Hp.Medic.3, Antyll. ap. Orib.9.23.1, Gal.10.237.
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, das Daraufschütten, bes. einer warmen Flüssigkeit, das Bähen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κατάντλησις: εως (καὶ ἐπάντλησις), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23.
Greek Monolingual
κατάντλησις, ἡ (Α) καταντλώ
η επίχυση άφθονου ύδατος.