Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατολισθαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(13_4)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1403.png Seite 1403]] oder richtiger [[κατολισθάνω]] (s. [[ὀλισθαίνω]]), hinunter-, hineingleiten, verfallen, versinken; Strab. IV, 204 u. a. Sp., wie Luc. u. Ael.; aor. κατόλισθε Ap. Rh. 1, 390; κατώλισθον VLL.; κατωλίσθησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3, 64; Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1403.png Seite 1403]] oder richtiger [[κατολισθάνω]] (s. [[ὀλισθαίνω]]), hinunter-, hineingleiten, verfallen, versinken; Strab. IV, 204 u. a. Sp., wie Luc. u. Ael.; aor. κατόλισθε Ap. Rh. 1, 390; κατώλισθον VLL.; κατωλίσθησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3, 64; Clem. Al.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κατολισθαίνω]], Α και [[κατολισθάνω]])<br />[[γλιστρώ]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατέρχομαι]] γλιστρώντας («οὐδ' αἱ κατολισθάνουσαι πλάκες τῶν κρυστάλλων [[ἄνωθεν]] ἐξαίσιοι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιπίπτω]], [[καταντώ]] («κατολισθαίνειν εἰς πλοκάμους γυναικείους», Κλήμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κτήριο]]) [[καταρρέω]], γκρεμίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλισθαίνω]] «[[γλιστρώ]]»].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1403] oder richtiger κατολισθάνω (s. ὀλισθαίνω), hinunter-, hineingleiten, verfallen, versinken; Strab. IV, 204 u. a. Sp., wie Luc. u. Ael.; aor. κατόλισθε Ap. Rh. 1, 390; κατώλισθον VLL.; κατωλίσθησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3, 64; Clem. Al.

Greek Monolingual

(ΑΜ κατολισθαίνω, Α και κατολισθάνω)
γλιστρώ προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας («οὐδ' αἱ κατολισθάνουσαι πλάκες τῶν κρυστάλλων ἄνωθεν ἐξαίσιοι», Στράβ.)
μσν.-αρχ.
περιπίπτω, καταντώ («κατολισθαίνειν εἰς πλοκάμους γυναικείους», Κλήμ.)
αρχ.
(για κτήριο) καταρρέω, γκρεμίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].