κελλάρι: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(20) |
(No difference)
|
Revision as of 07:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
και κελάρι, το (Α κελλάριον, Μ κελάριον, κελλάριον, κελάριν, κελλάριν, κελάρι και κελλάρι)
αποθήκη τροφίμων ή κρασιού
μσν.
δωμάτιο
αρχ.
αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («κελλάριον τριλάγυνον» — αγγείο σύνθετο με τρεις υποδοχές, πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + κατάλ. -άριον (πρβλ. κοιτ-άριον, ψυχ-άριον)].