καυχάς: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_4)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυχάς''': -άδος, ἡ, ἡ καυχωμένη, ἡ καυχησιάρα, μεταγεν.
|lstext='''καυχάς''': -άδος, ἡ, ἡ καυχωμένη, ἡ καυχησιάρα, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[καυχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που καυχιέται, η καυχησιάρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καυχῶμαι</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μαίνομαι]]-[[μαινάς]].
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1409] άδος, ἡ, die Großprahlerinn?

Greek (Liddell-Scott)

καυχάς: -άδος, ἡ, ἡ καυχωμένη, ἡ καυχησιάρα, μεταγεν.

Greek Monolingual

καυχάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που καυχιέται, η καυχησιάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυχῶμαι, κατά το σχήμα μαίνομαι-μαινάς.