κενταυρίς: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_12)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενταυρίς''': -ίδος, ἡ, = [[κενταύριον]], Θεοφρ. π. Φυτ. 9. 8, 7. ΙΙ. [[εἶδος]] ἐνωτίου, Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 398, [[Πολυδ]]. Ε΄, 97.
|lstext='''κενταυρίς''': -ίδος, ἡ, = [[κενταύριον]], Θεοφρ. π. Φυτ. 9. 8, 7. ΙΙ. [[εἶδος]] ἐνωτίου, Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 398, [[Πολυδ]]. Ε΄, 97.
}}
{{grml
|mltxt=[[κενταυρίς]], ἡ (Α) [[κένταυρος]]<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] μικρό κενταύριο<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκουλαρικιού<br /><b>3.</b> θηλ. του [[κένταυρος]], η κενταυρίδα.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενταυρίς Medium diacritics: κενταυρίς Low diacritics: κενταυρίς Capitals: ΚΕΝΤΑΥΡΙΣ
Transliteration A: kentaurís Transliteration B: kentauris Transliteration C: kentavris Beta Code: kentauri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = κενταύρειον τὸ μικρόν, Thphr.HP9.8.7, 9.14.1.    II a kind of ear-ring, Com.Adesp.1034 (pl.).    III female Centaur, Philostr.Im.2.3.

Greek (Liddell-Scott)

κενταυρίς: -ίδος, ἡ, = κενταύριον, Θεοφρ. π. Φυτ. 9. 8, 7. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίου, Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 398, Πολυδ. Ε΄, 97.

Greek Monolingual

κενταυρίς, ἡ (Α) κένταυρος
1. το φυτό μικρό κενταύριο
2. είδος σκουλαρικιού
3. θηλ. του κένταυρος, η κενταυρίδα.