κεραστίς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
(6_12)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραστίς''': -ίδος, ἡ, ἴδε [[κεράστης]].
|lstext='''κεραστίς''': -ίδος, ἡ, ἴδε [[κεράστης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεραστίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[κεραστής]]) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1422] ίδος, ἡ, fem. zu κεραστής, Arcad. p. 35, 19.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστίς: -ίδος, ἡ, ἴδε κεράστης.

Greek Monolingual

κεραστίς, -ίδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κεραστής) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας.