Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κήλαστρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
(6_10)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήλαστρος''': ἡ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 5., 4. 1, 3· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κήλαστρον, τό, [[αὐτόθι]] 1. 9, 3., 3. 3, 1, κτλ.· ― ἀειθαλές τι [[δένδρον]].
|lstext='''κήλαστρος''': ἡ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 5., 4. 1, 3· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κήλαστρον, τό, [[αὐτόθι]] 1. 9, 3., 3. 3, 1, κτλ.· ― ἀειθαλές τι [[δένδρον]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κήλαστρος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[πρίνος]], [[κηλάστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κήλασ</i>-<i>τρος</i> / <i>τρον</i>. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[κήλαστρος]] / -<i>τρον</i> [[κατά]] <i>δέπασ</i>-<i>τρον</i>, <i>ζύγασ</i>-<i>τρον</i>. Η λ.συνδέεται πιθ. με τον τ. [[κήλη]], ενώ κατ' άλλους προήλθε από τον τ. [[κήλον]] «[[βέλος]], [[ξύλο]]», λόγω τών μυτερών φύλλων του φυτού].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κηλαστρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>celastrus</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κήλαστρος]], <i>η</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κήλαστρος: ἡ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 5., 4. 1, 3· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κήλαστρον, τό, αὐτόθι 1. 9, 3., 3. 3, 1, κτλ.· ― ἀειθαλές τι δένδρον.

Greek Monolingual

(I)
κήλαστρος, ἡ (Α)
το φυτό πρίνος, κηλάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλασ-τρος / τρον. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλαστρος / -τρον κατά δέπασ-τρον, ζύγασ-τρον. Η λ.συνδέεται πιθ. με τον τ. κήλη, ενώ κατ' άλλους προήλθε από τον τ. κήλον «βέλος, ξύλο», λόγω τών μυτερών φύλλων του φυτού].———————— (II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κηλαστρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. celastrus < αρχ. ελλ. κήλαστρος, η].