κεραμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_14)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾰμοποιός''': ὁ, [[κεραμεύς]], Γλωσσ.
|lstext='''κερᾰμοποιός''': ὁ, [[κεραμεύς]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραμοποιός]])<br />ο [[κατασκευαστής]] κεράμων, ο [[κεραμέας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ειδ.)</b> ο [[κατασκευαστής]] κεραμιδιών και τούβλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέραμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμοποιός Medium diacritics: κεραμοποιός Low diacritics: κεραμοποιός Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: keramopoiós Transliteration B: keramopoios Transliteration C: keramopoios Beta Code: keramopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A potter, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1420] der Töpfer, der irdene Gefäße macht.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμοποιός: ὁ, κεραμεύς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεραμοποιός)
ο κατασκευαστής κεράμων, ο κεραμέας
νεοελλ.
(ειδ.) ο κατασκευαστής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -ποιός (< ποιῶ)].