κίνδαξ: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίνδαξ''': -ακος, ὁ, ἡ, = [[σκίναξ]], Ἡσύχ., Φώτ. | |lstext='''κίνδαξ''': -ακος, ὁ, ἡ, = [[σκίναξ]], Ἡσύχ., Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κίνδαξ]], -ακος, ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ευκίνητος]], γρήγορος<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[κίνδυνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίνδ</i>-<i>αξ</i>. Η λ. εμφανίζει θ. <i>κινδ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ki</i>-<i>nd</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ki</i>-της ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], βρίσκομαι εν κινήσει» με [[επαύξηση]] -<i>nd</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[κίνδυνος]]) και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δέλφ</i>-<i>αξ</i>, <i>δόν</i>-<i>αξ</i>). Το ίδιο θ. απαντά και στο ρ. <i>κινδάνω</i> (<i>κινδάνει</i><br /><i>κινείται</i>, <i>κερατίζει</i>, <b>Ησύχ.</b>) πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κίνδω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λιμπάνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>λίμπω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1439] ακος, ὁ, beweglich, VLL., – nach Phot. auch = κίνδυνος.
Greek (Liddell-Scott)
κίνδαξ: -ακος, ὁ, ἡ, = σκίναξ, Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
κίνδαξ, -ακος, ό, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ευκίνητος, γρήγορος
2. (κατά τον Φώτ.) κίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδ-αξ. Η λ. εμφανίζει θ. κινδ- < ki-nd- (μηδενισμένη βαθμίδα ki-της ΙΕ ρίζας kei- «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» με επαύξηση -nd-, πρβλ. κίνδυνος) και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. δέλφ-αξ, δόν-αξ). Το ίδιο θ. απαντά και στο ρ. κινδάνω (κινδάνει
κινείται, κερατίζει, Ησύχ.) πιθ. < κίνδω (πρβλ. λιμπάνω < λίμπω)].