ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread
κηλοποιός, -όν (Α)αυτός που προκαλεί κήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. θεο-ποιός, νικο-ποιός.