κηλοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(20)
(No difference)

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

κηλοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. θεο-ποιός, νικο-ποιός.