κίρσιον: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(6_21)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίρσιον''': τό, [[εἶδος]] σκολύμου («γαϊδουραγκάθου»), περὶ οὗ λέγεται ὅτι θεραπεύει τὸν κιρσόν, Διοσκ. 4. 119.
|lstext='''κίρσιον''': τό, [[εἶδος]] σκολύμου («γαϊδουραγκάθου»), περὶ οὗ λέγεται ὅτι θεραπεύει τὸν κιρσόν, Διοσκ. 4. 119.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κίρσιον]])<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιρσός]]. Το [[φυτό]] αυτό ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της χρήσεώς του στη [[θεραπεία]] τών κιρσών].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1442] τό, eine Distelart, die gegen die Krankheit κιρσός half, wie man meinte, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κίρσιον: τό, εἶδος σκολύμου («γαϊδουραγκάθου»), περὶ οὗ λέγεται ὅτι θεραπεύει τὸν κιρσόν, Διοσκ. 4. 119.

Greek Monolingual

το (Α κίρσιον)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός. Το φυτό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της χρήσεώς του στη θεραπεία τών κιρσών].