κισσώδης: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κισσώδης''': -ες, ([[εἶδος]], [[κίσσα]] ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12. | |lstext='''κισσώδης''': -ες, ([[εἶδος]], [[κίσσα]] ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κισσώδης]], -ῶδες (Α) [[κίσσα]] (II)]<br />([[ιδίως]] για έγκυο [[γυναίκα]]) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά.———————— <b>(II)</b><br />[[κισσώδης]], -ῶδες (Α) [[κισσός]]<br />πλεγμένος με κισσό, [[κισσόπλεκτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (
A κίσσα 11) longing like pregnant women, Dsc.5.6.14.
German (Pape)
[Seite 1443] ες, = κισσοειδής, epheuartig. – Von κίσσα, mit krankhaftem Gelüst nach ungewöhnlichen Speisen behaftet, wie schwangere Frauen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κισσώδης: -ες, (εἶδος, κίσσα ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12.
Greek Monolingual
(I)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κίσσα (II)]
(ιδίως για έγκυο γυναίκα) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά.———————— (II)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κισσός
πλεγμένος με κισσό, κισσόπλεκτος.