κλαδοκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(20)
(No difference)

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Greek Monolingual

κλαδοκοπῶ, -έω (Μ)
κόβω κλαδιά δέντρου, κλαδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -κοπώ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο-κοπώ, ξυλο-κοπώ].