ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
κλαδοκοπῶ, -έω (Μ)κόβω κλαδιά δέντρου, κλαδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -κοπώ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο-κοπώ, ξυλο-κοπώ].