Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
κλαδοκοπῶ, -έω (Μ)
κόβω κλαδιά δέντρου, κλαδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -κοπώ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδροκοπώ, ξυλοκοπώ].