κλιβανεύς: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_23)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῑβανεύς''': κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-.
|lstext='''κλῑβανεύς''': κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κλιβανεύς]] και [[κριβανεύς]]) [[κλίβανος]] ή [[κρίβανος]]]]<br />αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το [[ψήσιμο]] του ψωμιού και τών φαγητών, [[αρτοποιός]] («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.).
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1452] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑβανεύς: κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-.

Greek Monolingual

ο (Α κλιβανεύς και κριβανεύς) κλίβανος ή κρίβανος]]
αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το ψήσιμο του ψωμιού και τών φαγητών, αρτοποιός («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.).