κλήρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(a)
 
(20)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] τό, das Loos, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] τό, das Loos, Eust.
}}
{{ls
|lstext='''κλήρωμα''': τό, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, [[δώρημα]], Εὐστ. Πονημάτ. 23. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλήρωμα]], τὸ (AM) [[κληρώ]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτό που έχει απονεμηθεί σε κάποιον με κλήρο, το [[δώρημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πεπρωμένο, [[μοίρα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1452] τό, das Loos, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κλήρωμα: τό, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, δώρημα, Εὐστ. Πονημάτ. 23. 4.

Greek Monolingual

κλήρωμα, τὸ (AM) κληρώ
μσν.
αυτό που έχει απονεμηθεί σε κάποιον με κλήρο, το δώρημα
αρχ.
πεπρωμένο, μοίρα.