κνηστικός: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνηστικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206. | |lstext='''κνηστικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κνηστικός]], -ή, -όν) [[κνηστός]]<br />αυτός που προκαλεί ερεθισμό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κνηστικῶς</i> (Α)<br />με ερεθιστικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A irritating, λόγοι Sch.E.Hipp. 304.
German (Pape)
[Seite 1460] juckend, reizend, λόγοι Schol. Eur. Hipp. 304.
Greek (Liddell-Scott)
κνηστικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κνηστικός, -ή, -όν) κνηστός
αυτός που προκαλεί ερεθισμό.
επίρρ...
κνηστικῶς (Α)
με ερεθιστικό τρόπο.