κνίς: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6_12)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνίς''': -ίδος, = [[κνίδη]], αἰτ. ἑνικ. κνίδα ῐ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2. 429˙ πληθ. κνίδες, διάφ. γρ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝΕ΄, 13).
|lstext='''κνίς''': -ίδος, = [[κνίδη]], αἰτ. ἑνικ. κνίδα ῐ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2. 429˙ πληθ. κνίδες, διάφ. γρ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝΕ΄, 13).
}}
{{grml
|mltxt=[[κνίς]], -ιδός, ἡ (Α)<br />η [[κνίδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του [[κνίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίς Medium diacritics: κνίς Low diacritics: κνις Capitals: ΚΝΙΣ
Transliteration A: knís Transliteration B: knis Transliteration C: knis Beta Code: kni/s

English (LSJ)

κνῐδός, ἡ,

   A = κνίδη, acc. sg. κνίδα [ῐ] Opp.H.2.429: pl. κνίδες Sm.Is.55.13, cf.Aq., Thd.ib.34.13.

Greek (Liddell-Scott)

κνίς: -ίδος, = κνίδη, αἰτ. ἑνικ. κνίδα ῐ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2. 429˙ πληθ. κνίδες, διάφ. γρ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝΕ΄, 13).

Greek Monolingual

κνίς, -ιδός, ἡ (Α)
η κνίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του κνίζω.