κλονοκάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλονοκάρδιος''': ον. ὁ τὰς καρδίας κλονῶν, ἐπίθετ. τοῦ κεραυνοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19. 8, ἐξ εἰκασίας τοῦ Στεφ. ἀντὶ χρονοκάρδιος. | |lstext='''κλονοκάρδιος''': ον. ὁ τὰς καρδίας κλονῶν, ἐπίθετ. τοῦ κεραυνοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19. 8, ἐξ εἰκασίας τοῦ Στεφ. ἀντὶ χρονοκάρδιος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλονοκάρδιος]], -ον (Α)<br />(για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εγ</i>-<i>κάρδιος</i>, <i>χαλκεο</i>-<i>κάρδιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A heart-stirring, epith. of the thunderbolt, Orph.H.19.8 (cj. Steph. pro χρονοκάρδιος).
German (Pape)
[Seite 1456] herzerschütternd, Conj. in Orph. H. 18, 8 für χρονοκάρδιος.
Greek (Liddell-Scott)
κλονοκάρδιος: ον. ὁ τὰς καρδίας κλονῶν, ἐπίθετ. τοῦ κεραυνοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19. 8, ἐξ εἰκασίας τοῦ Στεφ. ἀντὶ χρονοκάρδιος.
Greek Monolingual
κλονοκάρδιος, -ον (Α)
(για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ-κάρδιος, χαλκεο-κάρδιος].