κνωδακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_1)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνωδᾱκίζω''': (κνώδαξ) [[στηρίζω]] τι ἐπὶ κέντρου ἐφ’ οὗ στρέφεται ὡς ἐπὶ ἄξονος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σελ. 197, 198.
|lstext='''κνωδᾱκίζω''': (κνώδαξ) [[στηρίζω]] τι ἐπὶ κέντρου ἐφ’ οὗ στρέφεται ὡς ἐπὶ ἄξονος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σελ. 197, 198.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνωδακίζω]] (Α) [[κνώδαξ]]<br />[[στηρίζω]] [[κάτι]] σε [[κέντρο]] ώστε να στρέφεται σαν [[πάνω]] σε άξονα.
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνωδᾱκίζω Medium diacritics: κνωδακίζω Low diacritics: κνωδακίζω Capitals: ΚΝΩΔΑΚΙΖΩ
Transliteration A: knōdakízō Transliteration B: knōdakizō Transliteration C: knodakizo Beta Code: knwdaki/zw

English (LSJ)

(κνώδαξ)

   A hang a body on pins or pivots, so that it turns as on an axis, ἐκνωδακισμένον ἀγγεῖον Hero Spir.2.4.

German (Pape)

[Seite 1464] um einen Zapfen drehen, Mathem. vett., = ἐν κνώδακι στρέφεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

κνωδᾱκίζω: (κνώδαξ) στηρίζω τι ἐπὶ κέντρου ἐφ’ οὗ στρέφεται ὡς ἐπὶ ἄξονος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σελ. 197, 198.

Greek Monolingual

κνωδακίζω (Α) κνώδαξ
στηρίζω κάτι σε κέντρο ώστε να στρέφεται σαν πάνω σε άξονα.