κοκκονάριον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(6_22)
 
(21)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοκκονάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόκκος]], [[στρόβιλος]] πίτυος, κοιν. «κουκουνάρι» Ἱεροφ. ἐν Notic. Mss τ. 11. σ. 193.
|lstext='''κοκκονάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόκκος]], [[στρόβιλος]] πίτυος, κοιν. «κουκουνάρι» Ἱεροφ. ἐν Notic. Mss τ. 11. σ. 193.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοκκονάριον]], τὸ (Α)<br />το [[κουκουνάρι]] του πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (το -<i>ν</i>- για ευφωνικούς λόγους)].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κοκκονάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόκκος, στρόβιλος πίτυος, κοιν. «κουκουνάρι» Ἱεροφ. ἐν Notic. Mss τ. 11. σ. 193.

Greek Monolingual

κοκκονάριον, τὸ (Α)
το κουκουνάρι του πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + υποκορ. κατάλ. -άριον (το -ν- για ευφωνικούς λόγους)].