κολλήσιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(7) |
(21) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kollh/simos | |Beta Code=kollh/simos | ||
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">glued together</b>, prob. in <span class="title">Gloss.</span>; Subst. -μον, τό, <b class="b2">volume of</b> <b class="b3">κολλήματα</b>, <span class="bibl"><span class="title">Stud.Pal.</span>1.28.8</span> (iii A.D.).</span> | |Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">glued together</b>, prob. in <span class="title">Gloss.</span>; Subst. -μον, τό, <b class="b2">volume of</b> <b class="b3">κολλήματα</b>, <span class="bibl"><span class="title">Stud.Pal.</span>1.28.8</span> (iii A.D.).</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολλήσιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κολλώ]]<br /><b>1.</b> ο συγκολλημένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κολλήσιμον</i><br />[[δέσμη]] κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία [[είναι]] κολλημένα το ένα [[κάτω]] από το [[άλλο]] και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A glued together, prob. in Gloss.; Subst. -μον, τό, volume of κολλήματα, Stud.Pal.1.28.8 (iii A.D.).
Greek Monolingual
κολλήσιμος, -ίμη, -ον (Α) κολλώ
1. ο συγκολλημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλήσιμον
δέσμη κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία είναι κολλημένα το ένα κάτω από το άλλο και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο.