κολοβώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολοβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἀτελῶς ἀνεπτυγμένος, [[ἀτελής]], δάκτυλοι Πολέμωνος Φυσ. 1. 22. | |lstext='''κολοβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἀτελῶς ἀνεπτυγμένος, [[ἀτελής]], δάκτυλοι Πολέμωνος Φυσ. 1. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολοβώδης]], -ῶδες (Α) [[κολοβός]]<br />ατελώς ανεπτυγμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A stunted, stumpy, δάκτυλοι Polem.Phgn.51 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 1474] ες, = κολοβός; δάκτυλοι Polemon physiogn. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
κολοβώδης: -ες, (εἶδος) ἀτελῶς ἀνεπτυγμένος, ἀτελής, δάκτυλοι Πολέμωνος Φυσ. 1. 22.