κοπροβόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(6_19)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπροβόρος''': -ον, τρώγων κόπρον, ἐπί τοῦ ἔποπος, Κύριλλ.
|lstext='''κοπροβόρος''': -ον, τρώγων κόπρον, ἐπί τοῦ ἔποπος, Κύριλλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κοπροβόρος]], -ον)<br />(για έντομα ή πτηνά) αυτός που [[συνήθως]] τρώγει κόπρο, [[κοπροφάγος]] (α. «[[ἔποψ]] [[κοπροβόρος]]» β. «μυῑαι κοπροβόροι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κοπροβόρος: -ον, τρώγων κόπρον, ἐπί τοῦ ἔποπος, Κύριλλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κοπροβόρος, -ον)
(για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῑαι κοπροβόροι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος, σαρκο-βόρος].