κοπροζάγαρος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

κοπροζάγαρος, ὁ (Μ)
κοπρόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ζάγαρ-ος (< ζαγάρι + μεγεθ. κατάλ. -αρος, πρβλ. παίδ-αρος, σκύλ-αρος)].