ζαγάρι

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source

Greek Monolingual

το (Μ ζαγάριον και ζαγάριν)
κυνηγετικό σκυλί
νεοελλ.
1. άνθρωπος αγροίκος, ευτελής
2. ζώο κατοικίδιο ή μικρό ζώο που ζει στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζαγάρ-ιον < αραβ. sakar].