κορωνίης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(6_5)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορωνίης''': Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, ([[κορωνιάω]]) κυρτῶν τὸν τράχηλον, [[ἵππος]] ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.
|lstext='''κορωνίης''': Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, ([[κορωνιάω]]) κυρτῶν τὸν τράχηλον, [[ἵππος]] ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορωνίης]], αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) [[κορώνη]]<br />αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο.
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνίης Medium diacritics: κορωνίης Low diacritics: κορωνίης Capitals: ΚΟΡΩΝΙΗΣ
Transliteration A: korōníēs Transliteration B: korōniēs Transliteration C: koroniis Beta Code: korwni/hs

English (LSJ)

Att. κορωνίας, ου, ὁ, (κορωνιάω)

   A arching the neck, ἵππος ὣς κ. Semon.18 (κορωνίτης codd. EM).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνίης: Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) κυρτῶν τὸν τράχηλον, ἵππος ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.

Greek Monolingual

κορωνίης, αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) κορώνη
αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο.