κορωνίης: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(6_5) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορωνίης''': Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, ([[κορωνιάω]]) κυρτῶν τὸν τράχηλον, [[ἵππος]] ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης. | |lstext='''κορωνίης''': Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, ([[κορωνιάω]]) κυρτῶν τὸν τράχηλον, [[ἵππος]] ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορωνίης]], αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) [[κορώνη]]<br />αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. κορωνίας, ου, ὁ, (κορωνιάω)
A arching the neck, ἵππος ὣς κ. Semon.18 (κορωνίτης codd. EM).
Greek (Liddell-Scott)
κορωνίης: Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) κυρτῶν τὸν τράχηλον, ἵππος ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.
Greek Monolingual
κορωνίης, αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) κορώνη
αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο.