κουρευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(6_19)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρευτής''': -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Χρυσόστ. τ. 8, 787Α.
|lstext='''κουρευτής''': -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Χρυσόστ. τ. 8, 787Α.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κουρευτής]], -οῡ, Α θηλ. [[κουρεύτρια]]) [[κουρεύς]]<br />αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το [[τρίχωμα]] ζώων.
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρευτής Medium diacritics: κουρευτής Low diacritics: κουρευτής Capitals: ΚΟΥΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: koureutḗs Transliteration B: koureutēs Transliteration C: koureftis Beta Code: koureuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A barber, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κουρευτής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Χρυσόστ. τ. 8, 787Α.

Greek Monolingual

ο (ΑM κουρευτής, -οῡ, Α θηλ. κουρεύτρια) κουρεύς
αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το τρίχωμα ζώων.