κραυγαστής: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(6_19)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραυγαστής''': -οῦ, ὁ, ὡς τὸ ἀνωτ., ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Α. Β. 223, 31, ἐν λέξ. βαβάκτης· θηλ. -άστρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μηκάδες.
|lstext='''κραυγαστής''': -οῦ, ὁ, ὡς τὸ ἀνωτ., ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Α. Β. 223, 31, ἐν λέξ. βαβάκτης· θηλ. -άστρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μηκάδες.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραυγαστής]], ὁ, θηλ. κραυγάστρια (Α) [[κραυγάζω]]<br />[[κραύγασος]], [[φωνακλάς]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγαστής Medium diacritics: κραυγαστής Low diacritics: κραυγαστής Capitals: ΚΡΑΥΓΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kraugastḗs Transliteration B: kraugastēs Transliteration C: kravgastis Beta Code: kraugasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A crier, bawler, gloss on βαβάκτης, AB223:—fem. κραυγ-άστρια, Hsch.s.v. μηκάδες.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγαστής: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ ἀνωτ., ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Α. Β. 223, 31, ἐν λέξ. βαβάκτης· θηλ. -άστρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μηκάδες.

Greek Monolingual

κραυγαστής, ὁ, θηλ. κραυγάστρια (Α) κραυγάζω
κραύγασος, φωνακλάς.