κράκτης: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(6_15) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κράκτης''': ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ [[κεκράκτης]] ἐν [[Πολυδ]]. Ε΄, 90, Πλούτ. 2. 804C· [[ἴσως]] δὲ καὶ παρὰ Πολέμωνι ἐν Φυσιογν. 1. 11, Ἀδαμαντ. 2. 17. (Παρὰ Βυζ., ὁ ᾄδειν εἰδώς, [[ψάλτης]], Καντακουζ. 1, 41). | |lstext='''κράκτης''': ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ [[κεκράκτης]] ἐν [[Πολυδ]]. Ε΄, 90, Πλούτ. 2. 804C· [[ἴσως]] δὲ καὶ παρὰ Πολέμωνι ἐν Φυσιογν. 1. 11, Ἀδαμαντ. 2. 17. (Παρὰ Βυζ., ὁ ᾄδειν εἰδώς, [[ψάλτης]], Καντακουζ. 1, 41). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[κράκτης]], Α θηλ. [[κράκτρια]]) [[κράζω]]<br />[[κράχτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (στο Βυζάντιο) [[καθένας]] από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το [[σύνθημα]] επευφημιών του βασιλιά [[κατά]] τις επίσημες γιορτές<br /><b>2.</b> [[ψάλτης]] εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεκράκτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, later form for κεκράκτης, Adam.2.24, Tz.H.8.438.
Greek (Liddell-Scott)
κράκτης: ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κεκράκτης ἐν Πολυδ. Ε΄, 90, Πλούτ. 2. 804C· ἴσως δὲ καὶ παρὰ Πολέμωνι ἐν Φυσιογν. 1. 11, Ἀδαμαντ. 2. 17. (Παρὰ Βυζ., ὁ ᾄδειν εἰδώς, ψάλτης, Καντακουζ. 1, 41).
Greek Monolingual
ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) κράζω
κράχτης
μσν.
1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών του βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές
2. ψάλτης εκκλησίας
αρχ.
κεκράκτης.