κρηπιδαῖον: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(6_21) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρηπῑδαῖον''': τό, ἡ [[κρηπίς]], τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997. | |lstext='''κρηπῑδαῖον''': τό, ἡ [[κρηπίς]], τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κρηπιδαῑον και <b>επιγρ.</b> κρηπίδειον, τὸ (Α)<br />η [[κρηπίδα]], τα θεμέλια σπιτιού («τοῡ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῡ κρηπιδαίου», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρηπίς]], -<i>ῖδος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλαμ</i>-<i>αίον</i>, <i>λιμν</i>-<i>αίον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A basement of a house, Lys.Fr.185 S.:—also κρηπῑδ-ειον, IG14.915 (Ostia).
Greek (Liddell-Scott)
κρηπῑδαῖον: τό, ἡ κρηπίς, τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997.
Greek Monolingual
κρηπιδαῑον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α)
η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῡ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῡ κρηπιδαίου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + κατάλ. -αῖον (πρβλ. καλαμ-αίον, λιμν-αίον)].