κρηνίς: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῖδος (ἡ) :<br /><i>dim. de</i> [[κρήνη]].
|btext=ῖδος (ἡ) :<br /><i>dim. de</i> [[κρήνη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κρηνίς]], -ῑδος, ἡ (Α) [[κρήνη]]<br /><b>1.</b> η [[κρήνη]] («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως τοπων.) <i>αἱ Κρηνῑδες</i> ή <i>Κρηνίδες</i><br />η [[πόλη]] Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηνίς Medium diacritics: κρηνίς Low diacritics: κρηνίς Capitals: ΚΡΗΝΙΣ
Transliteration A: krēnís Transliteration B: krēnis Transliteration C: krinis Beta Code: krhni/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ,

   A = κρήνη, E.Hipp.208 (anap.), Call.Fr.anon.98, Theoc.1.22 (Dor.κρᾱν-), D.H.1.32.    II pl. Κρηνῖδες, αἱ, ancient name for Philippi in Macedonia, Str.7 Fr.34, App.BC4.105; τὰ ἐγ Κρηνῖσιν, as local place-name, IG12(5).544 B2.47 (Ceos).

Greek (Liddell-Scott)

κρηνίς: ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κρήνη, Πινδ. Ἀποσπ. 136, Εὐρ. Ἱππ. 208, Διον. Ἁλ. 1. 32. ΙΙ. Κρηνῖδες ἢ -ίδες ἡ μετέπειτα πόλις Φίλιπποι τῆς Μακεδονίας, Στράβ. 331 Ἀππ. Ἐμφύλ. Πόλεμ. 4. 105. ῑ, Δράκων 23. 14.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
dim. de κρήνη.

Greek Monolingual

κρηνίς, -ῑδος, ἡ (Α) κρήνη
1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.)
2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες
η πόλη Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.).