κουρευτικός: Difference between revisions
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
(6_10) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουρευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κουρέα, [[μαχαίριον]] Ὀλυμπ. Βίος Πλάτ.· οὕτω κουρεύσιμος, η, ον, Σχόλ. Εὐρ. εἰς Ὀρέστ. 966. | |lstext='''κουρευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κουρέα, [[μαχαίριον]] Ὀλυμπ. Βίος Πλάτ.· οὕτω κουρεύσιμος, η, ον, Σχόλ. Εὐρ. εἰς Ὀρέστ. 966. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κουρευτικός]], -ή, -όν) [[κουρευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κούρεμα]], αυτός με τον οποίο γίνεται το [[κούρεμα]] («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κουρευτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του κουρέα, του κουρευτή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κουρευτική [[μηχανή]]» <br />α) [[εργαλείο]] που χρησιμεύει για το [[κόψιμο]] τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων<br />β) [[εργαλείο]] τών κηπουρών που χρησιμοποιείται για το [[κόψιμο]] του χλοοτάπητα, [[μικρογραφία]] θεριστικής μηχανής<br />γ) <b>(υφαντ.)</b> [[εργαλείο]] που χρησιμεύει στο [[κόψιμο]] τών μάλλινων υφασμάτων και μερικές φορές και τών βαμβακερών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = κουρεύσιμος, Sch.E.l.c.; μαχαιρίδια Olymp.Vit.Pl.p.3 W.
Greek (Liddell-Scott)
κουρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κουρέα, μαχαίριον Ὀλυμπ. Βίος Πλάτ.· οὕτω κουρεύσιμος, η, ον, Σχόλ. Εὐρ. εἰς Ὀρέστ. 966.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κουρευτικός, -ή, -όν) κουρευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά
η αμοιβή του κουρέα, του κουρευτή
2. φρ. «κουρευτική μηχανή»
α) εργαλείο που χρησιμεύει για το κόψιμο τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων
β) εργαλείο τών κηπουρών που χρησιμοποιείται για το κόψιμο του χλοοτάπητα, μικρογραφία θεριστικής μηχανής
γ) (υφαντ.) εργαλείο που χρησιμεύει στο κόψιμο τών μάλλινων υφασμάτων και μερικές φορές και τών βαμβακερών.