κρινόεις: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_8)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῐνόεις''': εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν [[κρίνον]] (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.
|lstext='''κρῐνόεις''': εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν [[κρίνον]] (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρινόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου, [[λευκός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[είδος]] χορικής ορχήσεως [[κρίνον]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κρινόεις]]<br />όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ό</i>)<i>εις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καμπυλ</i>-<i>όεις</i>, <i>κυκλ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν κρίνον (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.

Greek Monolingual

κρινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, λευκός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον
3. το αρσ. ως ουσ. κρινόεις
όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. καμπυλ-όεις, κυκλ-όεις)].