κυανανθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(6_7)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυανανθής''': -ές, κυανόχρους, κυανανθέϊ... πόντῳ Βακχυλ. 12. 124 (ἔκδ. Blass.).
|lstext='''κυανανθής''': -ές, κυανόχρους, κυανανθέϊ... πόντῳ Βακχυλ. 12. 124 (ἔκδ. Blass.).
}}
{{grml
|mltxt=[[κυανανθής]], -ές (Α)<br />(για τη [[θάλασσα]]) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο [[χρώμα]] («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-<i>ανθής</i>, <i>μελ</i>-<i>ανθής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠανανθής Medium diacritics: κυανανθής Low diacritics: κυανανθής Capitals: ΚΥΑΝΑΝΘΗΣ
Transliteration A: kyananthḗs Transliteration B: kyananthēs Transliteration C: kyananthis Beta Code: kuananqh/s

English (LSJ)

ές,

   A of dark hue, of the sea, B.12.124.

Greek (Liddell-Scott)

κυανανθής: -ές, κυανόχρους, κυανανθέϊ... πόντῳ Βακχυλ. 12. 124 (ἔκδ. Blass.).

Greek Monolingual

κυανανθής, -ές (Α)
(για τη θάλασσα) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο χρώμα («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κύανος + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ-ανθής, μελ-ανθής].