κυανίτις: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(22)
(No difference)

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

κυανῑτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει χρώμα σκοτεινό με απόκλιση προς το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -ῖτις (πρβλ. βαλαν-ῖτις, καλαμ-ῖτις)].