κυκητής: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6_19) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠκητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ταράσσων, ἀνακατώνων, [[ταραχοποιός]], Διογ. Λ. 10. 8, Πτολ. Τετράβ. 166. 17. | |lstext='''κῠκητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ταράσσων, ἀνακατώνων, [[ταραχοποιός]], Διογ. Λ. 10. 8, Πτολ. Τετράβ. 166. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκητής]], ὁ (Α) [[κυκώ]]<br />[[ταραχοποιός]], [[ταραξίας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A stirrer, agitator, term applied to Heraclitus by Epicur.Fr.238, cf. Ptol.Tetr.166.
German (Pape)
[Seite 1526] ὁ. der Vermischende, Verwirrende, der Unruhestifter, Sp., vgl. D. L. 10, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κῠκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ταράσσων, ἀνακατώνων, ταραχοποιός, Διογ. Λ. 10. 8, Πτολ. Τετράβ. 166. 17.
Greek Monolingual
κυκητής, ὁ (Α) κυκώ
ταραχοποιός, ταραξίας.