κυνηγεσία: Difference between revisions
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />chasse avec des chiens.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγετέω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />chasse avec des chiens.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγετέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κυνηγεσία]], Α και δωρ. τ. [[κυναγεσία]]) [[κυνηγέτης]]<br />[[κυνηγέσιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, later form for sq. 11, D.L.6.31; = Lat.
A venatio, κ. ἐπετέλεσεν CIG2719 (Stratonicea):—Dor. κυνᾱγ- AP7.338, 6.183 (Zos.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγεσία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (σημασ. ΙΙ), Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Διογ. Λ. 6. 31· κυνηγεσίας ἐπετέλεσεν, πρὸς διασκέδασιν τοῦ λαοῦ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ (πρβλ. κυνήγιον), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719. ― Δωρ. κυναγ-, Ἀνθ. Π. 7. 338, πρβλ. 6. 183.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chasse avec des chiens.
Étymologie: κυνηγετέω.
Greek Monolingual
η (AM κυνηγεσία, Α και δωρ. τ. κυναγεσία) κυνηγέτης
κυνηγέσιον.