μισθόδουλος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_15)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθόδουλος''': ὁ, ὁ μεμισθωμένος [[δοῦλος]], Ἀνώνυμ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 362.
|lstext='''μισθόδουλος''': ὁ, ὁ μεμισθωμένος [[δοῦλος]], Ἀνώνυμ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 362.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισθόδουλος]], ὁ (Α)<br />μισθωμένος [[δούλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δοῦλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μισό</i>-<i>δουλος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθόδουλος Medium diacritics: μισθόδουλος Low diacritics: μισθόδουλος Capitals: ΜΙΣΘΟΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: misthódoulos Transliteration B: misthodoulos Transliteration C: misthodoulos Beta Code: misqo/doulos

English (LSJ)

ὁ,

   A hired slave, Anon.in An.Ox.2.362.

Greek (Liddell-Scott)

μισθόδουλος: ὁ, ὁ μεμισθωμένος δοῦλος, Ἀνώνυμ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 362.

Greek Monolingual

μισθόδουλος, ὁ (Α)
μισθωμένος δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δουλος (< δοῦλος), πρβλ. μισό-δουλος].