μινύς: Difference between revisions

From LSJ

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source
(6_22)
(25)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μινύς''': ύ, = [[μικρός]]· παρὰ τοῖς Γραμμ. ὡς [[ῥίζα]] τοῦ [[μινύθω]], κτλ.: μινυὸς παρ’ Εὐστ. 273. 2· μινυρὸς παρ’ Ἡσυχ.
|lstext='''μινύς''': ύ, = [[μικρός]]· παρὰ τοῖς Γραμμ. ὡς [[ῥίζα]] τοῦ [[μινύθω]], κτλ.: μινυὸς παρ’ Εὐστ. 273. 2· μινυρὸς παρ’ Ἡσυχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μινύς]], -ύ (Α)<br />[[μικρός]], [[βραχύς]], [[λίγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[μινύθω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 188] ύ, klein, wenig, vgl. minor, ist nur von den Gramm. angenommen, als Stammwort zu μινύθω, μίνυνθα, μινυρός; Rust. 273, 2 hat auch μινυός).

Greek (Liddell-Scott)

μινύς: ύ, = μικρός· παρὰ τοῖς Γραμμ. ὡς ῥίζα τοῦ μινύθω, κτλ.: μινυὸς παρ’ Εὐστ. 273. 2· μινυρὸς παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

μινύς, -ύ (Α)
μικρός, βραχύς, λίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινύθω.