μελλόποσις: Difference between revisions
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
(6_14) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελλόποσις''': ὁ, ἡ, ὁ μέλλων νὰ γίνῃ [[σύζυγος]], Σοφ. Ἀποσπ. 910· [[μελλέποσις]] παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 769. | |lstext='''μελλόποσις''': ὁ, ἡ, ὁ μέλλων νὰ γίνῃ [[σύζυγος]], Σοφ. Ἀποσπ. 910· [[μελλέποσις]] παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 769. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελλόποσις]], -εως, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[μελλέποσις]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που πρόκειται να γίνει [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[πόσις]] «[[σύζυγος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A about to become a husband or wife, S.Fr.1068; cf. μελλέποσις.
German (Pape)
[Seite 125] im Begriff Gatte zu werden, Soph. frg. 910 bei Poll. 3, 45.
Greek (Liddell-Scott)
μελλόποσις: ὁ, ἡ, ὁ μέλλων νὰ γίνῃ σύζυγος, Σοφ. Ἀποσπ. 910· μελλέποσις παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 769.
Greek Monolingual
μελλόποσις, -εως, και, κατά τον Ησύχ., μελλέποσις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πόσις «σύζυγος»].