μητρογάμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(6_15) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητρογάμος''': ὁ, λαμβάνων ὡς γυναῖκα τὴν [[ἑαυτοῦ]] μητέρα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Φυσικ. Ἀπορήμ. 59, 5. | |lstext='''μητρογάμος''': ὁ, λαμβάνων ὡς γυναῖκα τὴν [[ἑαυτοῦ]] μητέρα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Φυσικ. Ἀπορήμ. 59, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μητρογάμος]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη [[μητέρα]] του, αυτός που διαπράττει [[μητρογαμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυγατρο</i>-[[γάμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A one guilty of such incest, Arg.Man.post Max.p.98 L.
Greek (Liddell-Scott)
μητρογάμος: ὁ, λαμβάνων ὡς γυναῖκα τὴν ἑαυτοῦ μητέρα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Φυσικ. Ἀπορήμ. 59, 5.
Greek Monolingual
μητρογάμος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη μητέρα του, αυτός που διαπράττει μητρογαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + γάμος, πρβλ. θυγατρο-γάμος.