μητρογαμία

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρογᾰμία Medium diacritics: μητρογαμία Low diacritics: μητρογαμία Capitals: ΜΗΤΡΟΓΑΜΙΑ
Transliteration A: mētrogamía Transliteration B: mētrogamia Transliteration C: mitrogamia Beta Code: mhtrogami/a

English (LSJ)

ἡ, incest with one's mother, Sch.Ptol.Tetr.166.

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, Ehe mit der Mutter, Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

μητρογᾰμία: ἡ, ὁ μετὰ τῆς μητρὸς γάμος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, 403, κλ.

Greek Monolingual

μητρογαμία, ἡ (Α) μητρογάμος
ο γάμος κάποιου με τη μητέρα του.