λαιμότομος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(Bailly1_3)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />égorgé, détaché de la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br />égorgé, détaché de la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τέμνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λαιμότομος]], -ον (Α)<br />αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρά</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égorgé, détaché de la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Greek Monolingual

λαιμότομος, -ον (Α)
αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά-τομος, υλό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].